ζεύξει

ζεύξει
ζεύγνυμι
yoke
aor subj act 3rd sg (epic)
ζεύγνυμι
yoke
fut ind mid 2nd sg
ζεύγνυμι
yoke
fut ind act 3rd sg
ζεύ̱ξει , ζεῦξις
yoking
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ζεύ̱ξεϊ , ζεῦξις
yoking
fem dat sg (epic)
ζεύ̱ξει , ζεῦξις
yoking
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”